- κιγκλιδοποιός
- ὁαυτός που κατασκευάζει κιγκλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιγκλίς, -ίδος + -ποιός (< ποιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιγκλίδα — ἡ (ΑΜ κιγκλίς, ίδος) 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος 2. συν. στον πληθ. κιγκλίδες ξύλινο ή σιδερένιο κιγκλίδωμα, κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς μέσον… … Dictionary of Greek